Συνέντευξη με τoν ανερχόμενo ηθοποιό Νίκο Αναγνωστόπουλο
13 Νοεμβρίου 2016
Συνέντευξη με την ηθοποιό Ανθή Κάντα
16 Νοεμβρίου 2016
Προβολή όλων

Βρεθήκαμε στην παράσταση Το γλυκό πουλί της νιότης


Γράφει η θεατρολόγος Ελένη Αναγνωστοπούλου

10 Μαρτίου 1959: Η Αμερική σείεται με το γλυκό πουλί της νιότης. «Το γλυκό πουλί της νιότης» στο θέατρο Δανδουλάκη.

Πενήντα εφτά χρόνια μετά, ανεβαίνει ξανά το γλυκό πουλί της νιότης στο θέατρο Δανδουλάκη. Ο Tenessie Williams ήταν πρωτοπόρος για την εποχή του. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που είχε το θάρρος να μιλήσει για θέματα ευαίσθητα. Το γλυκό πουλί της νιότης, είναι ένα έργο με άκρως επίκαιρη θεματική. Αναφέρεται στην έννοια της χαμένης νεότητας ιδωμένη από αλληγορική σκοπιά. Εδώ, βλέπουμε αντιλήψεις που έχουν οι άνθρωποι μεγάλης ηλικίας για την έννοια της νεότητας. Βλέπουμε όμως και τη χαμένη νεότητα να υφίσταται μέσα από τραγικές καταστάσεις. Επίσης, γίνεται αναφορά στο θέμα του ρατσισμού.

Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει με βλέμμα πικρό τους ανθρώπους εκείνης της εποχής που προσπαθούσαν να καλύψουν τα λεγόμενα προβλήματα εν οίκω. Όσον αφορά τη δημόσια ζωή, φρόντιζαν να δείχνουν μια αψεγάδιαστη εικόνα τόσο εμφανισιακά όσο και χαρακτηρολογικά. Τα πραγματικά συναισθήματα δεν έχουν σημασία, χάνουν την αξία τους. Η Νικαίτη Κοντούρη μας τοποθετεί στο έτος 1959 με τρόπο πειστικό, σκηνοθετικά. Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Γιώργου Πάτσα είναι πλούσια και προσεγμένα ως επί το πλείστον. Διαφωνώ στο ότι χρησιμοποιήθηκαν σύγχρονες τηλεοπτικές συσκευές διότι είναι πολύ μοντέρνες και κάνουν το έργο να χάνει την τότε αίγλη του. Εναλλακτικά, οι σκηνές που παίζονται μέσα από τις τηλεοράσεις θα μπορούσαν να ήταν εικονικά ασπρόμαυρες, ούτως ώστε να θυμίζουν ότι ακόμα δεν είχε συντελεστεί η τεχνολογική πρόοδος σε αυτό τον τομέα. Όσον αφορά το κοστούμι της Χέβενλυ, ήταν άτοπο για την εποχή που εντάσσεται το έργο, ενώ ο υπόλοιπος θίασος είναι ενδεδυμένος με ρούχα εποχής. Αυτό το παρατηρεί κανείς στο πρώτο μέρος της παράστασης. Η μουσική της Ελένης Καραΐνδρου είναι λυπητερή και άκρως ταιριαστή με τη θεματολογία του έργου. Οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα είναι υποβλητικοί σχεδόν καθ’όλη τη διάρκεια του έργου. Όταν κλείνει το έργο με τη σκηνή του εγκλήματος από τη συμμορία, τα φώτα χαμηλώνουν, επικρατεί σκοτάδι και μας εισάγουν στο τραγικό γεγονός που σημαδεύει και αλλάζει διά παντός τη ζωή του Τσάνς Γουέιν.

Η Κάτια Δανδουλάκη υποδύεται την ξεπεσμένη και εγωπαθή καλλιτέχνιδα που βρίσκεται στη δύση της καριέρας της, την Αλεξάνδρα ντε Λάγκο. Στο πρώτο μέρος είχε αδύναμες στιγμές. Από τη μέση έως και το τέλος της παράστασης ήταν πιο δυνατή, σκηνικά. Ειρωνική και δραματική, πείθει ότι ενσαρκώνει μια προβληματική προσωπικότητα η οποία στο βάθος νιώθει τρομερή μοναξιά. Ο Γιάννης Ποιμενίδης είναι ένας «φυσικός» Τσάνς Γουέιν. Συμπάσχεις μαζί του όταν τον βλέπεις να ακροβατεί στις εναλλαγές των συναισθημάτων που συμβαίνουν μέσα του. Ο Κοσμάς Ζαχάρωφ ενσαρκώνει την πατρική και ταυτόχρονα πολιτική φιγούρα του Μπός Φίνλεϊ. Δυναμικός στο λόγο του και άκαμπτος στις αποφάσεις του όσον αφορά το οικογενειακό πλαίσιο. Είναι ένας τυπικός πάτερ φαμίλιας της εποχής. Ο Τάσος Παπαδόπουλος είναι υποδειγματικός στο ρόλο του γιατρού. Η Ολυμπία Σκορδίλη ενσαρκώνει την πληγωμένη Χέβενλυ, παραιτημένη για κάθε σταγόνα ζωής. Η Χέβενλυ εκπροσωπεί την κατακερματισμένη κοινωνικά και ψυχικά, τη γυναίκα της εποχής που δεν έχει το δικαίωμα της ελευθερίας λόγου και δεν της επιτρέπεται να παίρνει αποφάσεις για τη ζωή της. Ο Κωνσταντίνος Φάμης ξεχωρίζει στο ρόλο του Τομ Φίνλεϊ. Υποδύεται με άνεση το θρασύδειλο νέο που γίνεται υποχείριο του πατέρα του. Είναι ο εγκληματίας με το αγγελικό πρόσωπο που λειτουργεί ως φερέφωνο της κοινωνίας. Η Ιζαμπέλλα Μπαλτσαβιά ενσαρκώνει την περσόνα που βρίσκεται στον αντίποδα της Χέβενλυ, τη Μις Λούσυ, μια γυναίκα χαρούμενη, προκλητική που δεν φοβάται να εκφέρει τη γνώμη της. Εκπροσωπεί την κουτσομπολίστικη πλευρά της κοινής γνώμης. Ο Μιχάλης Κοιλάκος υποδύεται το μπάρμαν με ψήγματα μέτρου και σοβαροφάνειας.

Πληροφορίες για την παράσταση θα βρείτε εδώ.