ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΕΞΗ ΣΤΑΜΑΤΗ
12 Ιανουαρίου 2018
“BU21” στο θέατρο 104.. Συνέντευξη με την ηθοποιό Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου
15 Ιανουαρίου 2018
Προβολή όλων

Βρεθήκαμε στην παράσταση «Η αγάπη άργησε μια μέρα»

Γράφει η θεατρολόγος Ελένη Αναγνωστοπούλου


Τα κοινωνικά πρέπει, δημιουργούν ανθρώπους ανάπηρους και ανίκανους να χτίσουν μια υγιή προσωπικότητα, μα και συνάμα, τους καθιστούν ανήμπορους να ονειρευτούν και να διεκδικήσουν το δικαίωμα στην αγάπη και την ευτυχία. Η αγάπη άργησε αιώνια, όχι απλώς μια ημέρα. «Η αγάπη άργησε μια μέρα» στο θέατρο Αργώ.

Με την έλευση της νέας χρονιάς, επέστρεψα και εγώ δριμύτερη σε αυτό που ήθελα να κάνω από πάντα: να παρακολουθώ θεατρικές παραστάσεις και να εκθέτω τη γνώμη μου για αυτές, μέσω των κειμένων. Για του λόγου το αληθές, παρακολούθησα μια παράσταση, βαθιά ανθρώπινη που οφείλω να ομολογήσω πως με συγκλόνισε, εξαιτίας των δυνατών μηνυμάτων. Στην κεντρική σκηνή του θεάτρου Αργώ, ζωντανεύει το δράμα που μαστίζει μια οικογένεια που ζει στην επαρχία. Η οικογένεια Φτενούδου προσπαθεί με νύχια και με δόντια να παρουσιάζει μια όσο το δυνατόν απόλυτη συμμόρφωση στις επιταγές της κοινωνίας. Ταυτόχρονα όμως, έχει να αντιπαλέψει και την πατριαρχική φιγούρα. Αυτό συνεπάγεται μια συμπεριφορά ή συμπεριφορές βασισμένες και χτισμένες με κύριο θεμέλιο το φόβο και την τρομοκρατία. Ένα τέτοιο συναίσθημα που αν μη τι άλλο φανερώνει την απαρχή όλων των δυσλειτουργιών και δημιουργεί ανθρώπους με έλλειψη αυτοπεποίθησης που φοβούνται να ζήσουν τη ζωή και να την αφήνουν να περνάει από δίπλα τους.

Στο κείμενο της Λιλής Ζωγράφου, περιγράφεται με γλαφυρότητα η σχέση των γονέων καθώς και η σχέσεις των κοριτσιών με τη μητέρα τους. Σε πρώτη φάση, κατανοούμε σε βάθος ότι η μεγιστοποίηση του φόβου «ακινητοποιεί» το άτομο και το καθιστά άβουλο, και με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο οι ηρωίδες χαρακτηρίζονται από αβουλία. Είναι θύματα των στερεοτύπων, και ειδικότερα, των παγιωμένων αρτηριοσκληρώσεων που ήθελαν τη γυναίκα να είναι υποταγμένη, υποχείριο και ως εκ τούτου, να μη σηκώνει κεφάλι. Είναι όμως και θύματα του εαυτού τους. Η καθεμία «προδίδει» τον εαυτό της, τις σκέψεις της, τα όνειρα της διότι δεν μπορεί να ξεφύγει εύκολα μέσα από το νοσηρό κυκεώνα που την ταλανίζει επί δεκαετίες. Εφτά γυναίκες που δεν αγαπήθηκαν, εκφράζουν τα παράπονα τους, τη λύπη και την αγανάκτηση τους, υπομένοντας ωστόσο τη μοίρα που προαποφασίστηκε για αυτές. Οι γυναίκες στο Φτενουδαίικο υποδέχονται και ακολουθούν μοιρολατρικά την πορεία της ζωής τους.

Η συγγραφέας διατυπώνει όλη αυτή την ιστορία, με σκοπό να υποδηλώσει τη σημασία της αγάπης. Πιο συγκεκριμένα, χρησιμοποιεί αυτή της την ευγλωττία ως όργανο για να διαχωρίσει τι δεν είναι αγάπη για να φτάσει στο πως είναι η πραγματική αγάπη. Τα πράγματα είναι απλά. Αν ξεκινήσουμε από το οικογενειακό πλαίσιο, θα δούμε πως ήδη αυτές οι πρώτες σχέσεις με τους γονείς και τα αδέρφια μας, αποτελούν τις πρώτες εγγραφές μας και εντυπώσεις μας σχετικά με το πώς ενεργούν οι άνθρωποι στη ζωή αλλά και πως αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας και τι αξία του δίνουμε. Μαθαίνουμε λοιπόν ότι η αγάπη όσον αφορά τους γονείς, επιδεικνύεται με το να δίνουν υλικά αγαθά στα παιδιά τους. Πιστεύεται ότι αγάπη, είναι να αποκρύπτεις τα πραγματικά σου συναισθήματα και να δείχνεις είτε αδιαφορία, είτε σκληρότητα κατά περιπτώσεις. Νομίζουμε ότι αγάπη σημαίνει να έχουμε τάσεις επιβολής και επίδειξη κυριαρχίας έναντι των διπλανών. Έλα όμως που κάνουμε λάθος. Η πεμπτουσία του ζητήματος κρύβεται στην κατανόηση. Για να αγαπήσεις, χρειάζεται αρχικά, να νιώσεις ενσυναίσθηση. Αυτό σημαίνει ότι προσπαθείς στο μέτρο που αυτό είναι εφικτό, να συναισθανθείς, με άλλα λόγια, να αφουγκραστείς τον άνθρωπο που έχεις δίπλα σου. Δεν αρκεί μόνο αυτό. Είναι επιτακτική ανάγκη να κατανοήσουμε εξαρχής ότι ο άνθρωπος που έχουμε δίπλα μας, είναι διαφορετικός από εμάς. Η διαπίστωση αυτή δεν αποτελεί λεκτική υπερβολή αφού θα ήταν πρακτικά αδύνατο να πάρουμε ως δεδομένο ότι είμαστε όμοιοι. Όμοιοι; Έτσι μας θέλουν. Μάζα κοιμισμένη που ετεροκατευθύνεται χωρίς πολύ ζόρι διότι της έχουν αδυνατίσει την πυγμή. Αν λοιπόν, δεχτούμε ότι είμαστε διαφορετικοί, θα επαναπροσδιορίσουμε τη στάση μας απέναντι στους ανθρώπους. Το έργο αυτό δίνει και ένα άλλο σαφές νόημα: Φοβόμαστε να ζήσουμε, ζώντας για τους άλλους. Η κοινωνία δεν θα σταματήσει ποτέ να μιλάει. Γιατί; Έχει μάθει να βασανίζει, να τιμωρεί και να σκοτώνει οτιδήποτε ξεφεύγει από τα μέτρα της. Συμπερασματικά, φοβάται την αγάπη επειδή έχει μάθει να θεωρεί οποιαδήποτε τέτοια εκδήλωση ως αδυναμία.
Ο Ένκε Φεζολάρι διαμέσου της σκηνοθεσίας του, μεταφέρει επί σκηνής τον επαρχιώτικο αέρα της Κρήτης του 1930. Τοποθετεί τις ηρωίδες να συναναστρέφονται η μια την άλλη, με φυσικότητα και αμεσότητα. Με εξέπληξε ευχάριστα το γεγονός ότι στην έναρξη της παράστασης, οι ηρωίδες καλύπτονταν από τις πλαστικές σακούλες. Ένα σκηνοθετικό εύρημα που αποδεικνύει ότι οι γυναίκες αυτές περιστοιχίζονταν από σκοροφαγωμένες αντιλήψεις που ανήκαν στο παρελθόν τους και τις σφράγισαν το νου, τις ποδηγέτησαν σε συνειδησιακό επίπεδο και εντέλει τις εγκλώβισαν σε σκοτεινούς και αφιλόξενους λαβυρίνθους. Ο Γιώργος Λυντζέρης επέλεξε να δεσπόζουν κατά μήκος της σκηνής, αμέτρητα οστεοφυλάκια. Έχω τη γνώμη πως επέλεξε να τα τοποθετήσει ως σταθερό σκηνικό με σκοπό να αιτιολογήσει ότι ακόμα και αν ο άνθρωπος έχει φύγει πλέον από τη ζωή, συνεχίζει να κάνει κουμάντο έστω με την εμφανή απουσία του. Τα κοστούμια του βασίζονται στο μαύρο χρώμα, αποκαλύπτοντας την ψυχική διάθεση των χαρακτήρων. Η μουσική της Γιώτας Κοτσέτα εμπεριέχει νοσταλγικές πινελιές από τα όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ.

Και οι εφτά ήταν υπέροχες και εξαιρετικές παρουσίες επί σκηνής. Η Αιμιλία Υψηλάντη, συγκλόνισε στο ρόλο της Εριφύλης. Μια μητέρα, με βαθύ το αίσθημα της ανθρωπιάς, σκέφτεται, δρα και ενεργεί με βάση την πρωτογενή αγάπη που τρέφει για τις κόρες της. Ίσως η Εριφύλη να είναι το πλέον τραγικό πρόσωπο της ιστορίας, αφού εξαναγκάζεται να κάνει κακό χωρίς τη θέληση της στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας και να δημιουργήσει έντονους τριγμούς που βασίζονται στο κατώτερο ένστικτο της ζήλειας και των απωθημένων. Η Αθηνά Τσιλύρα υπήρξε επιβλητική στο ρόλο της Ασπασίας. Η Κατερίνα Μισιχρόνη υποδύθηκε την Ερατώ, εκφράζοντας συγκρατημένη αθωότητα και εσωτερικεύοντας τη λύπη και την αγανάκτηση που διακατέχει την ηρωίδα αυτή. Η Μυρτώ Γκόνη ξεδίπλωσε με ενάργεια και ακρίβεια τις υποκριτικές της δεξιότητες. Υπήρξε εύθραυστη επί σκηνής και μας έδειξε πως μπορεί να καταρρεύσει ένας άνθρωπος που έχει μάθει να δείχνει και να νιώθει κάτι άλλο από αυτό που είναι. Η Μαρία Καρακίτσου ήταν εκφραστική και είχε καθαρή εκφορά του λόγου. Η Βασιλική Διαλυνά ήταν σοβαρή και σταθερή. Η Μαρία Αποστολακέα ενσάρκωσε το ρόλο της Πηνελόπης με γλυκύτητα. Η καθεμία, υπήρξε στυλοβάτης αυτής της παράστασης. Μας έδωσαν κομμάτια της ψυχής τους και μας μύησαν σ’έναν κόσμο που λέει πως επιθυμεί την αγάπη, μα φλέγεται από μίσος και απωθημένους ουρανούς.