Συνέντευξη με την Μαριάννα Τόλη
29 Ιανουαρίου 2018
Συνέντευξη με τον ηθοποιό Γιάννη Κωσταρή
31 Ιανουαρίου 2018
Προβολή όλων

Βρεθήκαμε στην παράσταση «Μια πορνογραφική σχέση»

Γράφει η θεατρολόγος Ελένη Αναγνωστοπούλου


Μια πορνογραφική σχέση: Μια μεταμφιεσμένη ανάγκη των ανθρώπων να λυτρωθούν από τις ανάγκες του σώματος με στόχο να ανακαλύψουν την πραγματική αγάπη; «Μια πορνογραφική σχέση» στο θέατρο Από μηχανής.

Στις 25/1/2018 βρέθηκα στην πάνω σκηνή του θεάτρου Από μηχανής, όπου και παρακολούθησα την παράσταση: Μια πορνογραφική σχέση. Ένα έργο για δύο. Δύο ανθρώπους, δύο ψυχές, δύο συνειδητότητες. Εκείνος και Εκείνη. Ένας άντρας και μια γυναίκα όπου έχουν θέσει τους δικούς τους όρους. Η σχέση τους ξεκινάει ως καθαρά σεξουαλική. Ο λόγος; Επιθυμούν να εκπληρώσουν μια τρομακτική φαντασίωση. Αυτή η φαντασίωση είναι η αφορμή για τη δημιουργία μιας βαθύτερης ένωσης. Δεν την περιμένουν, δεν την επιδιώκουν, εντούτοις την αναζητούν και την λαχταρούν- εμμέσως πλην σαφώς-.

Σε μια κοινωνία όπου οι ρυθμοί ζωής είναι ταχύτατοι, οι άνθρωποι λειτουργούν μηχανικά. Βλέπουμε όμως ότι το κενό δεν καλύπτεται. Αυτό συμβαίνει γιατί, ο άνθρωπος πρώτα πρώτα είναι υλική οντότητα και στη συνέχεια ψυχοπνευματική. Συγκεκριμένα, προσπαθεί να καλύψει την αφόρητη μοναξιά που βιώνει, χρησιμοποιώντας την ερωτική πράξη σαν λύση ή σαν φάρμακο που θα του γιατρέψει τους πόνους. Αργότερα όμως, αισθάνεται πιο μόνος από πριν. Το κενό αυτό γίνεται μια τεράστια πληγή που δεν σταματάει να αιμορραγεί. Του λείπει η αλληλεπίδραση, ο επί της ουσίας συγχρωτισμός. Θα έλεγε κανείς ότι μια σχέση είναι δύσκολο να δημιουργηθεί αφού δεν αφιερώνεται ο απαραίτητος χρόνος για να γνωριστούν τα δύο μέλη και να οικοδομήσουν μια σχέση σε βάθος. Καμιά φορά όμως, συμβαίνει και το εντελώς αντίθετο: δύο άνθρωποι, γνωρίζονται από το πουθενά.

Δεν επιθυμούν να μάθουν βασικές πληροφορίες ο ένας για τον άλλον. Μια παράδοξη αρχή. Ίσως όμως να είναι και πιο ενδιαφέρουσα γιατί μπαίνουν και οι δύο πλευρές στη διαδικασία να εξερευνήσουν ο ένας τον άλλον, μ’έναν τρόπο ακατέργαστο και φαινομενικά αντικοινωνικό. Άλλωστε, τα μεγάλα συναισθήματα όπως ο έρωτας και η αγάπη, δεν έχουν ανάγκη από ψεύτικες και τυπικές συστάσεις. Αυτό που ονομάζουμε αφύσικο είναι μερικές φορές πιο φυσικό, απλούστατα διότι δεν υπάρχει η τέλεια συνύπαρξη. Ή νιώθεις ή δεν νιώθεις. Και εδώ ερχόμαστε στο ζουμί της ιστορίας. Αυτή η πορνογραφική σχέση ξεκινάει χωρίς συναίσθημα γιατί έτσι πρέπει να ξεκινήσει. Είναι όρος απαράβατος που έχει τεθεί με τη συναίνεση και των δύο εμπλεκόμενων. Και ενώ όλα έβαιναν «καλώς», οι επόμενες συναντήσεις, τους πιάνουν κυριολεκτικά απροετοίμαστους και αβοήθητους, θα συμπλήρωνα. Μέχρι πότε μπορείς να ξεφεύγεις από τον πραγματικό σου εαυτό;
Ο Βαγγέλης Παπαδάκης και η Χριστίνα Δενδρινού υποδύονται αυτούς τους δύο «παράξενους» ανθρώπους. Δεν μπορείς παρά να ταυτιστείς μαζί τους. Επί σκηνής, ξεδιπλώνουν τις σκέψεις τους, άλλοτε τις μοιράζονται μεταξύ τους και άλλοτε απευθύνονται στον κόσμο. Ένα θεατρικό ζευγάρι, πολύ ταιριαστό, απευθύνεται στους θεατές και ξετυλίγει την αρχή, τη μέση και την κατάληξη αυτής της σχέσης. Μεταξύ των ηρώων, γεννιέται ένας έρωτας αλλιώτικος από τους άλλους. Ένα ευγενές αίσθημα το οποίο χτίζεται σιγά-σιγά και μέσα σε λίγες εβδομάδες όπου εκτυλίσσεται και η πλοκή της ιστορίας, καταφέρνει να θεριέψει.

Η σκηνοθεσία του Βαγγέλη Παπαδάκη εστιάζει στην αποτύπωση της καθημερινότητας των δύο ατόμων. Δημιουργεί ενσταντανέ των δύο ηρώων, έτσι που αν είχαμε την ευκαιρία να τα δουμε σε φωτογραφικά στιγμιότυπα, θα κάναμε βουτιά στην ψυχή τους. Οι ερμηνείες και των δύο, συναισθηματικές μα ταυτόχρονα ολοκληρωμένες. Ο ένας συμπληρώνει τον άλλον, γίνεται ο καθρέφτης του. Και οι δύο γίνονται αυτόπτες μάρτυρες όπου ο καθένας λέει τη γνώμη του με βάση τη δική του οπτική γωνία και μας συνεπαίρνουν στη μαγεία της γέννησης της Αγάπης. Δύο παρουσίες που ονειρεύονται να δημιουργήσουν και να βιώσουν την πιο τρυφερή μορφή αγάπης. Τελικά, το καταφέρνουν. Ο Βασίλης Κλωτσοτήρας χρησιμοποιεί γήινους- ψυχρούς φωτισμούς στις εξωτερικές σκηνές όπου συνδιαλέγεται το ζευγάρι, παραδείγματος χάρη στη σκηνή στο καφέ όπου αποτελεί ορόσημο. Η Δήμητρα Λιάκουρα επιμελείται τα σκηνικά και τα κοστούμια. Το σκηνικό της είναι σταθερό καθ’όλη τη διάρκεια της παράστασης. Τα κοστούμια της είναι σύγχρονα κομμάτια που ταιριάζουν γάντι στον άντρα και τη γυναίκα αντίστοιχα. Τα χρώματα τους είναι μουντά, ίσως για να ταιριάζουν καλύτερα με την ψυχοσύνθεση τους και την ενέργεια τους. Τέλος, θα ήταν σημαντική παράλειψη να μην αναφερθώ στη μουσική. Η μουσική με μάγεψε. Η Σίσσυ Βλαχογιάννη, έγραψε μελαγχολική μουσική που αφήνει στον ακροατή- θεατή, την αίσθηση της ουτοπίας, της μαγείας του ανολοκλήρωτου.

Κλείνοντας, η ηρωίδα, Εκείνη που δεν φέρει συγκεκριμένο όνομα, ούτε συγκεκριμένη υπόσταση λέει κάπου μέσα στο έργο: (…) Μια πορνογραφική σχέση, καθαρά σεξουαλική. Η σχέση μας έπρεπε να είναι σεξουαλική. Η «πορνογραφία» του σώματος έχει την ικανότητα να φτάνει στα άδυτα της ψυχής. Το σώμα από αντικείμενο, γίνεται ναός, έρωτας και λατρεία. Επομένως, ο έρωτας δεν θα μπορούσε να είναι πορνογραφία διότι είναι μια ηθελημένη συγκατάθεση μεταξύ του αρσενικού και του θηλυκού, με στόχο την οικοδόμηση μιας ξεχωριστής σχέσης που βασίζεται στο αμοιβαίο ενδιαφέρον. Αυτό που δεν τολμάει να πει το στόμα, το τολμάει το βλέμμα.