Ο Γιάννης Καλατζόπουλος σπούδασε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (1973). Στη συνέχεια, αποφοίτησε από τη Νομική Αθηνών το 1976. Ασχολήθηκε με τη θεατρική σκηνοθεσία στην Accademia Nazionale d’ Arte Drammatica της Ρώμης (1985-1987). Στο θέατρο των ενηλίκων έπαιξε σημαντικούς ρόλους παιδιών, με δασκάλους και σκηνοθέτες, τον Μινωτή, τον Κουν, τον Διαμαντόπουλο, την Κατερίνα και άλλους. Ως επαγγελματίας, εργάστηκε στους θιάσους Μυράτ- Ζουμπουλάκη, Μ. Κατράκη, Ε. Λαμπέτη, Εθνικό Θέατρο, ΚΘΒΕ, Θέατρο Στοά κλπ. Από το 1982 διευθύνει την Ομάδα Σύγχρονης Τέχνης, στο πλαίσιο της οποίας λειτούργησε και η Παιδική Αυλαία. Διετέλεσε πρόεδρος του ΣΕΗ (1990-92), διευθυντής στο Παιδικό Στέκι του Εθνικού Θεάτρου (2004), πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου Θεάτρου για τα Παιδιά και τους Νέους και της Eπιτροπής του ΥΠΠΟ για τα Kρατικά Bραβεία παιδικού θεατρικού έργου. Έχει διασκευάσει για παιδιά, έργα του Αριστοφάνη, του Σαίξπηρ, του Μολιέρου, του Ίψεν, του Λόρκα κ.ά. Έχει εκδώσει τα βιβλία: Τα ρούχα του βασιλιά (θέατρο), Γιαννάκης: το παιδί-θαύμα (μυθιστόρημα) και Αριστοφάνη Όρνιθες-Ειρήνη-Βάτραχοι (διασκευές και οδηγίες για σχολικές παραστάσεις) από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Αυτή την περίοδο, τον συναντάμε στο Αγγέλων Βήμα όπου υποδύεται τον ιδιόρρυθμο Βιβάλντι, στο Οχτώ τρόποι να πεις αντίο.
Ο Γιάννης Καλατζόπουλος σε μια αποκλειστική συνέντευξη στο Τρίτο Κουδούνι και στην Ελένη Αναγνωστοπούλου.
Ε.Α: Αυτή την περίοδο, έχει ξεκινήσει να παίζεται η παράσταση: «Οχτώ τρόποι να πεις αντίο». Και εμείς βλέπουμε ότι οι ήρωες στο τέλος είπαν το αντίο. Ήταν ανέφικτο για τους ήρωες της εποχής να βιώσουν τελικά έναν τέτοιο έρωτα και να έρθουν πιο κοντά;
Γιάννης: Ανέφικτο είναι μεγάλη λέξη. Ήταν πολύ δύσκολο και δεν το τόλμησαν. Οι συνθήκες εκείνης της εποχής ήταν τόσο ασφυκτικά περιοριστικές και για τους δυο τους, που θα ήταν πραγματικά ένα μεγάλο ρίσκο. Η κοπέλα ταλαντεύτηκε πάρα πολύ αλλά ήταν δύσκολο ιδιαίτερα το να θυσιάσει τη ζωή της, την κοινωνική της θέση, το μέλλον της. Έχει μάθει να ζει μέσα στα πούπουλα από μια μεριά. Και από την άλλη, το σκεφτόταν πάρα πολύ να κάνει ένα τέτοιο βήμα, παρ’όλο που και οι δύο το θέλανε. Όμως, θα έρχονταν αντιμέτωποι με την αριστοκρατία. Εκείνη την εποχή, οι καλλιτέχνες αυτού του μεγέθους όπως ο Μότσαρτ, ο Βιβάλντι και άλλοι ήταν εξαρτημένοι από τους πλούσιους ευγενείς οι οποίοι χρηματοδοτούσαν τα έργα τους.
Ε.Α: Και από την Αυλή.
Γιάννης: Διάφορες Αυλές των μεγάλων, του Λουδοβίκου, του Καρόλου Ε΄ της Αυστρίας κλπ. Ήταν δυνατή σχέση παρ’όλο που ήταν παράταιρη. Παράταιρο ζευγάρι αυτό. Ο Βιβάλντι μεγάλος άνθρωπος, ηλικιωμένος, αυτή πολύ νεότερη αλλά μαγεύτηκε από τη μουσική, από την καλλιτεχνική του μεγαλοφυΐα. Ήρθαν πολύ κοντά, ένιωσαν και οι δύο μέσα από αυτή τη σχέση σαν να έκαναν τη μικρή τους επανάσταση απέναντι σε όλο αυτό το συμβατικό τρόπο ζωής που τους περιέβαλε αλλά δεν τόλμησαν να φτάσουν μέχρι το τέλος. Και είπαν αντίο, βρήκαν έναν τρόπο να πουν αντίο (γέλια).
Ε.Α: Τους πονούσε όμως το γεγονός ότι είπαν αντίο.
Γιάννης: Νομίζω ναι. Και τους δύο. Αλλά ξέρετε, τηρουμένων των αναλογιών, διαφορετικές συνθήκες τότε αλλά αν κάποιος κάνει τις αντίστοιχες αναλογίες και σήμερα, στην εποχή μας, καμιά φορά δεν διστάζουμε, πολύ συχνά, να πάρουμε μια τόσο μεγάλη απόφαση που θα τινάξει στον αέρα όλη αυτή τη συμβατικότητα που έχει χτιστεί γύρω μας και φοβόμαστε να πάμε κόντρα; Αν μπορούσαμε όλοι μας να’ χαμε βρει την τόλμη να κάνουμε μια τόσο μεγάλη επανάσταση, ο κόσμος θα είχε μια διαφορετική πορεία. Αλλά δεν το τολμάμε. Οι ατομικές επαναστάσεις δεν είναι αρκετές. Χρειάζονται συλλογικές.
Ε.Α: Μιλήσατε για τη συλλογική επανάσταση. Για να επιτευχθεί αυτό, δεν χρειάζεται να αποκτήσουμε παιδεία;
Γιάννης: Ε, ναι. Σίγουρα. Ένας από τους λόγους που δεν προχωράει η ανθρωπότητα στον τομέα τον πνευματικό και τον κοινωνικό όσο γρήγορα προχωράει στον τεχνολογικό και στον οικονομικό, βλέπετε τα τελευταία εβδομήντα χρόνια έχουν γίνει τρομερά άλματα στην επιστήμη, στην τεχνολογία. Αντίθετα, δεν έχουν γίνει τα αντίστοιχα άλματα στο πνευματικό και στο ηθικό πεδίο, θα έλεγα. Έχουμε πάει πίσω. Γιατί συμβαίνει αυτό: γιατί και η οργανωμένη παιδεία των κρατών αλλά και η προσωπική αυτομόρφωση του καθ’ενός έχει γίνει πιο χρησιμοθηρική να το πω; Ωφελιμιστική; Συμφεροντολογική; Πιο απλά, ο καθένας κοιτάζει να μάθει τα απαραίτητα που θα τον κάνουν να αποκτήσει πολλά λεφτά, καλύτερη κοινωνική θέση, καταξίωση και όχι να ψάξει τον εσωτερικό του κόσμο.
Ε.Α: Πως προσεγγίσατε το ρόλο του Βιβάλντι;
Γιάννης: Δεν ήταν εύκολο πρέπει να σας πω. Διάβασα πολύ. Διάβασα όσες περισσότερες βιογραφίες μπόρεσα να βρω για τον Βιβάλντι. Τεράστια προσωπικότητα. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση, έμαθα πράγματα που δεν τα ήξερα, νομίζω ότι γενικά έτσι μελετάμε, έτσι προσεγγίζουμε κάθε ρόλο. Βέβαια, όταν προσεγγίζεις ένα ρόλο που είναι ιστορικό πρόσωπο, αυτό είναι και καλό και κακό. Είναι καλό από τη μια μεριά γιατί έχεις στοιχεία, έχεις υλικό να μελετήσεις ενώ ας πούμε σ’έναν φανταστικό ήρωα που σκέφτηκε ένας συγγραφέας, δεν υπάρχει η βιογραφία του, πρέπει να τη φτιάξεις εσύ. Όταν υπάρχει λοιπόν ένα ιστορικό πρόσωπο, αυτή η ύπαρξη δεσμεύει τον ηθοποιό αλλά και το θεατή. Σε ένα φανταστικό πρόσωπο είναι πιο ελεύθερος και ο ηθοποιός και ο θεατής να πλάσουν με τη φαντασία τους τα υπόλοιπα στοιχεία του ήρωα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν μπορείς να αυθαιρετήσεις. Παραδείγματος χάρη, να βάλεις πλευρές στο Βιβάλντι που δεν είχε ως προσωπικότητα. Πρέπει να μείνεις μέσα στα πλαίσια που η ιστορία έχει κρατήσει από τη ζωή του. Αυτό που με ανάγκασε να επικεντρώσω την προσπάθεια μου ήταν αυτή η αντιφατικότητα που είχε ο Βιβάλντι. Αντιφατικότητα έχουμε όλοι μας. Στις μεγάλες προσωπικότητες, αυτές οι αντιφατικότητες είναι πιο έντονες γιατί συγκρούονται πιο έντονα μέσα τους. Ας πούμε, το γεγονός ότι ο Βιβάλντι έγραφε θείες μουσικές, ο Μπαχ λέει ότι τον ενέπνευσε σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό ο Βιβάλντι. Πολύς κόσμος δεν ξέρει ότι για 200 χρόνια, ο Βιβάλντι ήταν αγνοημένος. Είχαν χαθεί τα έργα του. Τον ξέρανε από αφηγήσεις άλλων. Μετά το 1900 άρχισε ξαφνικά ένα τεράστιο μπαμ και ξαναβγήκε στην επιφάνεια.
Ε.Α: Όσον αφορά τη σκηνοθεσία, ποια σημεία του έργου σας κέντρισαν;
Γιάννης: Ανήκω σε μια κατηγορία σκηνοθετών που θεωρώ ότι καλός σκηνοθέτης είναι αυτός που δεν φαίνεται. Δηλαδή, χαίρομαι όταν βγαίνουν οι θεατές από μια παράσταση και λένε: «Πω, πω ένα ωραίο έργο! Τι ωραία που έπαιξαν οι ηθοποιοί». Και στεναχωριέμαι όταν λένε: Φοβερή σκηνοθεσία. Σε αυτή την περίπτωση, όταν πουν το δεύτερο, πολύ συχνά αυτό σημαίνει ότι ο σκηνοθέτης θέλησε να προβάλλει τον εαυτό του με διάφορα κόλπα, τεχνάσματα, σκηνοθετιλίκια που τα λεμέ. Στην άλλη περίπτωση, ο σκηνοθέτης έχει συμβάλλει στο να λέει ο κόσμος Α! Τι ωραίο έργο. Αλλά δεν το έκανε για να φανεί ο ίδιος. Επειδή είμαι κυρίως ηθοποιός, αποφεύγω να καπελώνω την παράσταση με ευρήματα του σκηνοθέτη που αποσπούν την προσοχή του θεατή από το ίδιο το έργο. Το έργο είναι ο σκοπός μας. Το θέατρο είναι μια μαγική τέχνη. Είναι κάτι που πρέπει να αφήνει χώρο και στη φαντασία μας. Ο σκηνοθέτης πρέπει να «ξεκλειδώσει» τον ηθοποιό. Έχει να κάνει με ψυχές.
Ε.Α: Το έργο μιλάει για την αγάπη και εμείς ανοίγουμε τα φτερά μας μέσω αυτής και κατ’επέκταση, εξελισσόμαστε. Οι ήρωες τι κερδίζουν μέσα από αυτή την αλληλεπίδραση;
Γιάννης: Πως! Ιδιαίτερα στο τέλος του έργου, η γυναίκα κερδίζει πραγματικά την αυτοεκτίμηση της. Κερδίζει πραγματική, την ουσιαστική της ελευθερία. Αποκτάει πραγματικό περιεχόμενο η ζωή της μέσα από αυτό που της ενέπνευσε αυτός ο άνθρωπος. Να βρει έναν τρόπο, μια διέξοδο μέσα από τη μουσική, να γίνει μια αυθύπαρκτη, πλήρης προσωπικότητα και όχι εξάρτημα του άντρα της.
Ε.Α: Ο Βιβάλντι τι κέρδισε;
Γιάννης: Ο Βιβάλντι κέρδισε τη συμφιλίωση του με το θάνατο. Ο μεγάλος φόβος όλων των ανθρώπων είναι ο φόβος του θανάτου. Μέσα από αυτή τη σχέση, συμφιλιώνεται με τον κύκλο της ζωής. Τα πράγματα έχουν την ακμή και την παρακμή τους.
Ε.Α: Επίσης, βλέπουμε μέσα από το έργο, να γεννιέται η σχέση δασκάλου- μαθητή. Πως ένα δάσκαλος διαμορφώνει εκάστοτε προσωπικότητες;
Γιάννης: Υπάρχουν καλοί και κακοί δάσκαλοι όπως καλοί και κακοί μαθητές (γέλια). Ο Βιβάλντι, όντως στο έργο μας περνάει από διάφορα στάδια, η σχέση δασκάλου- μαθητή. Ο Βιβάλντι λέει στο τέλος στην κοπέλα: «Ταυτίσου μαζί μου. Παίξε την παρτιτούρα όπως θα έπαιζα και εγώ». Αυτή η απόλυτη ταύτιση, μαθητή- δασκάλου είναι η τέλεια σχέση. Ο δάσκαλος ονειρεύεται κάποια στιγμή να τον ξεπεράσει ο μαθητής του. Τότε θα νιώσει δικαιωμένος. Η συγγραφέας, η Mieko Ouchi δεν μας δείχνει μια στατική σχέση, μας δείχνει μια σχέση σε εξέλιξη. Ξεκινάει με κόντρες για να καταλήξει στην απόλυτη ταύτιση. Οι ερωτευμένοι, θαυμάζονται. Ο ένας θεωρεί τον άλλο καλύτερο από τον εαυτό του.
Ε.Α: Τόσο ο Βιβάλντι όσο και η κοπέλα, νιώθουν αμοιβαία συναισθήματα. Θεωρείτε ότι η αμοιβαιότητα είναι βασικό κίνητρο για να ευτυχήσει μια σχέση και να ευδοκιμήσει;
Γιάννης: Ε, βέβαια, Δεν είναι; Υπάρχει μια αγγλική παροιμία που λέει: To love is nothing. To love and to be loved is everything. Δηλαδή, όντως υπάρχουν και σχέσεις που προχωράνε μονόπλευρα αλλά δεν είναι ούτε δικαιωμένες ούτε ουσιαστικές και πλήρεις. Η πληρότητα έγκειται στην αμοιβαιότητα που όμως δεν είναι καθόλου εύκολο πράγμα. Δηλαδή, η αμοιβαιότητα σε μια σχέση δεν είναι κάτι μεταφυσικό. Είναι κάτι που χτίζεται.
Ε.Α: Θα ήθελα σε αυτό το σημείο, να κάνουμε μια βουτιά πίσω στο χρόνο και να αναφερθούμε στη συνεργασία σας με το Μάνο Κατράκη.
Γιάννης: Πολύ ευχαρίστως. Ο Κατράκης είναι μια από τις αγαπημένες μου μορφές δασκάλων. Τον Κατράκη τον γνώρισα όταν έπαιζα ως παιδί στο θέατρο. Τον πρωτογνώρισα στο ραδιόφωνο. Γινόταν το θέατρο της Τετάρτης. Τότε υπήρχε μόνο το ραδιόφωνο της ΕΡΤ και της ΥΕΝΕΔ. Στο ραδιόφωνο του Ε.Ι.Ρ. μιλάμε τώρα για τη δεκαετία του ’50 και του ’60, υπήρχε το λεγόμενο θέατρο της Τετάρτης. Τον θαύμαζα, με αγαπούσε και εκείνος. Αργότερα, μετά τη δικτατορία τον γνώρισα μέσα από τους συνδικαλιστικούς αγώνες του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών στο οποίο ήμουν και εγώ δραστήριο και ενεργό μέλος, αμέσως μετά την επανασύσταση του. Ο Κατράκης επειδή ήταν πάντα προοδευτικός άνθρωπος με ιδέες αριστερές ήταν από τους πρώτους που βοηθούσε τις προσπάθειες να συγκροτηθεί το επάγγελμα του ηθοποιού πάνω σε σωστές βάσεις. Συνεργαστήκαμε στο θέατρο, σ’ένα πολύ ωραίο έργο του Γκόρκι που ανέβασε το 1978-1979: Οι τελευταίοι. Ένα έργο μ’ένα θαυμάσιο θίασο. Ήταν: ο ίδιος, ο Πέτρος Φυσσούν, η Κατερίνα Χέλμη, η Μαρία Φωκά, εγώ, ο Καλαβρούζος, η Άννα Γεραλή, κόσμος πολύς. Έκανα το γιο του. Δεθήκαμε πολύ σε αυτή την παράσταση. Τον κατάλαβα πιο καλά σαν ηθοποιό και σαν άνθρωπο.
Ε.Α: Επόμενα μελλοντικά σχέδια;
Γιάννης: Δικά μου; Να είμαι απολύτως ειλικρινής φέτος έκανα τρία πράγματα. Ανέβασα στο θέατρο Olvio στις αρχές της σεζόν το Τι να σου πω σουλτάνα μου, ένα δικό μου αυτοβιογραφικό κείμενο. Έπαιζα μαζί με μια χορεύτρια, την Ηλιάννα Παρασκευοπούλου. Τώρα κάναμε στο Αγγέλων Βήμα το Οχτώ τρόποι να πεις αντίο και ταυτόχρονα το Με κάρρυ και κύμινο. Θέλω να επαναφορτίσω τις μπαταρίες μου. Από την άλλη, έχω κατά νου κάποια έργα τα οποία δεν είναι ανακοινώσιμα, δεν είναι γνωστά στην Ελλάδα. Τα επεξεργάζομαι. Δεν αποκλείεται κάποια στιγμή, κάτι από αυτά να γίνει πραγματικότητα.