Γράφει η θεατρολόγος Ελένη Αναγνωστοπούλου
Ταξιδεύουμε πίσω στο χρόνο και σταματάμε στον Απρίλιο του 1986. Όπου οι ζωές όλων κυλούν ήσυχα και ομαλά. Μέχρι τη μοιραία νύχτα της 26ης Απριλίου 1986 όπου γίνεται έκρηξη στον πυρηνικό αντιδραστήρα του Τσερνόμπιλ. Πρόκειται να ακούσουμε διάφορες ιστορίες από ανθρώπους που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή τους, με τη μορφή του αυτόπτη μάρτυρα. Μιλάμε σαφώς για θέατρο ντοκουμέντο. Οι ηθοποιοί προσεγγίζουν τους ρόλους με το σκηνοθετικό μοντέλο του Μπρεχτ. Μερικές στιγμές, αποστασιοποιούνται και λειτουργούν ανέκφραστα. Αυτός είναι ένας τρόπος για να περάσουν το μακάβριο μήνυμα.
Ο κόσμος προσφυγοποιείται και εκπατρίζεται για το καλό του γενικού συνόλου. Εμείς, ως θεατές, γινόμαστε κοινωνοί και συμμέτοχοι στην παραπάνω αφήγηση γεγονότων. Καθισμένοι γύρω από ένα τραπέζι, αναβιώνουμε μαζί με τους ηθοποιούς τα έντονα συναισθήματα εκείνης της ημέρας. Ένταση, φόβος, αγωνία για το τι μέλλει γενέσθαι. Κυριαρχεί το μοτίβο του αίματος και του θανάτου. Το αίμα το συμβολίζει το κόκκινο λικέρ και τα κεράσια που είναι σερβιρισμένα στο τραπέζι και λειτουργούν ως σκηνικά αντικείμενα. Το νερό λειτουργεί εξαγνιστικά για τις αδικοχαμένες ψυχές. Ο τίτλος του έργου δηλώνει ότι το Τσερνόμπιλ είναι ένα δέντρο που μεγαλώνει. Αλλιώς το ραδιενεργό υλικό που υπήρχε μέσα στον αντιδραστήρα, εξαπλώθηκε άμεσα και πιο γρήγορα από όσο κανείς μπορούσε να φανταστεί. Τραγικές συνέπειες, οι τερατογενέσεις, ο θάνατος από καρκίνο και ο ακαριαίος θάνατος με το διαμελισμό του σώματος, αν τύχαινε κάποιος να δουλεύει βάρδια εκείνη τη στιγμή.
Βιώνουμε τη μέθεξη σε ανιούσα κλιμάκωση. Ψάχνουμε αγωνιωδώς να βρουμε τους δικούς μας ανθρώπους που αγνοούνται. Γινόμαστε και εμείς κομμάτι της ιστορίας, με τη σιωπή και την παρατήρηση μας. Το βαθύτερο μήνυμα που περνάει η παράσταση, είναι πως σε δύσκολες καταστάσεις πρέπει να παραμείνουμε ενωμένοι και να λειτουργούμε με πνεύμα βοήθειας και αλληλεγγύης προς το συνάνθρωπο.