Το θέατρο Βαφείο μπαίνει σε μια καινούργια εποχή και περιμένει τις προτάσεις σας
13 Σεπτεμβρίου 2016
Συνέντευξη στον Θοδωρή Βουρνά
14 Σεπτεμβρίου 2016
Προβολή όλων

Κριτική της παράστασης Women of Passion – Women of Greece


Γράφει η θεατρολόγος Ελένη Αναγνωστοπούλου.

Οι γυναίκες του πάθους ταξιδεύουν στο Ρουφ.

Σε αυτή την παράσταση όλα μπορούν να συμβούν. Βλέπουμε τη Μήδεια, με την επιβλητική της παρουσία να προκαλεί τον έλεο και το φόβο. Άλλωστε δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά αφού πρόκειται για μια εμβληματική ηρωίδα της αρχαίας τραγωδίας.

Εισαγόμαστε στο κλίμα της τραγωδίας μέσα στο ημίφως και γινόμαστε κοινωνοί της απάνθρωπης απόφασης που παίρνει η ηρωίδα, να θανατώσει τα παιδιά της. Η Μήδεια, σου προκαλεί μια αίσθηση παγωμάρας που σε διαπερνάει καθώς την παρακολουθείς. Η ίδια βιώνει ένα συναισθηματικό λούνα παρκ και ταλαντεύεται ανάμεσα στην εκδίκηση και τη φυγή. Η εκδίκηση είναι πιο δυνατή και υποδηλώνει ένα μέρος του πάθους που τη διακατέχει. Αν προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε τη Μήδεια από ψυχαναλυτική σκοπιά, θα παρατηρήσουμε ότι είναι μια γυναίκα που λειτουργεί ως ψυχοπαθής. Δεν το κατανοεί, αλλά οδηγείται αργά και σταθερά προς την αυτοκαταστροφή. Εδώ όμως, η έννοια της αυτοκαταστροφής εμπεριέχει και άλλα εξίσου δυνατά συναισθήματα. Σπέρνει γύρω της τη θλίψη, τον πόνο και τη φρίκη. Δυνατή η εικόνα των παιδιών που εμφανίζεται στους τοίχους του τρένου. Με το αθώο βλέμμα τους κάνουν τη Μήδεια να ανατριχιάζει στην ιδέα της τρομερής της πράξης. Στη συνέχεια, το γεγονός ότι εμφανίζονται περισσότερα παιδικά πρόσωπα την καθιστά στη συνείδηση του θεατή ως μια αμετανόητη και στυγερή δολοφόνο. Εύλογα αναρωτιέται κανείς αν «πόνεσε» τα παιδιά της. Η εικόνα των παιδιών όταν γεμίζει με κόκκινο χρώμα μας κάνει να αντιληφθούμε ότι η φρικαλέα σκέψη ετοιμάζεται να γίνει πράξη. Η φράση που ξεστομίζει: (…) Εγώ τα γέννησα και τα έφερα στη ζωή, εγώ θα τα πάρω πίσω, υποδηλώνει τη διάπραξη ύβρης για τα δεδομένα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Ύβρη εδώ, σημαίνει εγωισμός, διότι λειτουργεί με το σκεπτικό του Θεού, προβάλλοντας αλλαζονεία. Δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη ότι η ζωή είναι το πλέον πολυτιμότερο δώρο που δίνεται στους ανθρώπους.

Η μουσική του Φώτη Μυλωνά κάνει ατμοσφαιρική την έξοδο της Μήδειας από τη σκηνή. Σε βάζει στη διαδικασία να δημιουργήσεις με το μυαλό τις εικόνες που ξετυλίγει η Μήδεια μέσα από την αφήγηση γεγονότων.

Ενδυματολογικά, το κουστούμι της Μήδειας είναι σε έντονο κόκκινο χρώμα με μπρονζέ λεπτομέρειες. Κόκκινο γιατί βάφτηκε με την εγκληματική πράξη της παιδοκτονίας.

Αμέσως μετά, εμφανίζεται στη σκηνή η μεγάλη ντίβα της όπερας, η Μαρία Κάλλας. Η Κάλλας αφηγείται γεγονότα από τη ζωή της και μας εισάγει στον κόσμο της μουσικής. Είναι και εκείνη μια γυναίκα του πάθους. Παθιάζεται με το μεγάλο της όνειρο όπου ήταν να κατακτήσει το μουσικό οπερετικό στερέωμα. Αρχικά, μας αναφέρει ότι δεν είχε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Αυτό, την ώθησε στο να αφιερωθεί απερίσπαστη στη μουσική και να γίνει σε λίγα χρόνια ένα μεγάλο αστέρι. Όμως αισθάνεται απέραντη μοναξιά. Όπως αναφέρει και η ίδια, δούλεψα σκληρά, δεν μπόρεσα όμως να αγαπηθώ.

Παθιάζεται και με το μεγάλο έρωτα της ζωής της, τον Αριστοτέλη Ωνάση ο οποίος ήταν μια εκ διαμέτρου αντίθετη προσωπικότητα με αυτήν. Η Κάλλας παθαίνει ένα είδος εμμονής με τον ανεκπλήρωτο έρωτα που την οδηγεί στην αυτοκαταστροφή. Τη βλέπουμε καθισμένη σε μια βελούδινη πολυθρόνα να περιποιείται τον εαυτό της. Ο καθρέφτης λειτουργεί παραμορφωτικά. Γίνεται όμορφη και επιβλητική για τον κόσμο της σκηνής. Στην ουσία κρύβει τον ταραγμένο συναισθηματισμό της. Το κόκκινο χρώμα κυριαρχεί στα σκηνικά αντικείμενα. Συγκεκριμένα, το κόκκινο υπάρχει στην πολυθρόνα, στα γυαλιά ηλίου και στο ντοσιέ όπου έχει συγκεντρωμένες τις παρτιτούρες της. Το κόκκινο σημαίνει έρωτας, σημαίνει και πάθος. Όταν αφήνεται κανείς στο πάθος τότε χάνεται απότομα. Κάτι ανάλογο συνέβη και με την Κάλλας. Θυσίασε την καριέρα της διότι έπασχε από κατάθλιψη. Ένα σημείο που χρήζει παρατήρησης είναι ότι στην αρχή φαίνεται να μιλάει πολύ αποστασιοποιημένα και λογικά όταν σχολιάζει το ρόλο της Μήδειας και τη στάση της απέναντι στον Ιάσονα. Λέει: Κανένας άνδρας δεν αξίζει την υπέρτατη θυσία που μπορεί να κάνει μια γυναίκα: να δώσει τη ζωή της για αυτόν. Η Κάλλας ακροβατεί στο φαίνεσθαι και στο είναι.

Ο θεατής τη βλέπει ως ντίβα, μια γυναίκα πολύ επιτυχημένη και ανεξάρτητη. Η ίδια όμως στην πραγματικότητα νιώθει αδύναμη και παρουσιάζει την αθέατη πλευρά της δόξας. Η μαύρη μακριά ρόμπα που φοράει, σημειολογικά υποδηλώνει την άρνηση της για ζωή. Με τη θέληση της «θανατώνει» την εικόνα που είχε φτιάξει στην παγκόσμια σκηνή και καταστρέφει τον εαυτό της ένεκα της κατάθλιψης. Όταν τελειώνει ο μονόλογος της αναφωνεί: (…) Είμαι η Μήδεια. Αισθάνεται λοιπόν ότι η ψυχοσύνθεση της έχει επηρεαστεί σημαντικά από αυτή τη γυναίκα που δημιουργεί καθηλωτικά συναισθήματα δέους. Η Κάλλας ζωντανεύει τον αιμάτινο κύκλο της Μήδειας αλλά για τον εαυτό της.

Τέλος, εμφανίζεται επί σκηνής μια γυναίκα που εξίσου σφράγισε την ιστορία της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Ο λόγος για τη Μελίνα Μερκούρη. Η Μελίνα κάνει αναδρομή στη ζωή της. Βλέπουμε ότι παρουσιάζει μεγάλες διαφορές σε σχέση με τη Μαρία Κάλλας. Έχει αισιόδοξη οπτική για τη ζωή. Δυναμικός χαρακτήρας που ήταν μέσα σε όλα, απασχόλησε την επικαιρότητα και τα θεατρικά δρώμενα. Η Μελίνα αγαπάει με ζήλο, με πάθος τη δουλειά της στο θέατρο και όποτε αναφέρεται σε αυτήν μιλάει με έντονο, σχεδόν θορυβώδη τρόπο. Αυτό γίνεται υπό τους ήχους των παιδιών του Πειραιά και του Αγάπη που γινες δίκοπο μαχαίρι. Η Μελίνα ήταν και είναι ένα σύγχρονο σύμβολο. Ύψωσε το ανάστημα της στην περίοδο της δικτατορίας και προσπάθησε αργότερα να διεκδικήσει τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Στο εξωτερικό, παρουσίασε την εικόνα της Ελλάδας με τρόπο αξιοζήλευτο.

Σημειολογικά, το άσπρο παλτό που ενδύεται υποδηλώνει τη χαρά της ζωής. Ζει έντονα την κάθε στιγμή της ζωής της. Θάρρος και τόλμη να διεκδικήσει τα γλυπτά με σεβασμό και τρόπο μοναδικό στο να κερδίζει την αγάπη του κόσμου. Η Μελίνα ήταν η προσωποποιημένη αθωότητα με μείγμα δυναμισμού και νότες αισιοδοξίας. Η ομοιότητα της με την Κάλλας έγκειται στο ότι ενσάρκωσαν και οι δύο το ρόλο της Μήδειας. Θα ήθελα να σταθώ ιδιαίτερα στη συζήτηση που είχε με το σκηνοθέτη και σύζυγο της, Ζυλ Ντασσέν για τη Μήδεια. Συγκεκριμένα, εκείνος διατυπώνει ότι η Μήδεια δεν σκότωσε τα παιδιά της ενώ η Μελίνα υποστηρίζει το αντίθετο. Η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι ο Ντασσέν αρνείται αυτή την πραγματικότητα επειδή βλέπει και προσεγγίζει τη Μήδεια υπό το πρίσμα της προσωπικής και υποκειμενικής σκηνοθετικής σκοπιάς.

Το κείμενο της παράστασης υπογράφει η Ευγενία Αρσένη. Κείμενο που μαρτυράει τις έντονες χαρακτηρολογικές αποχρώσεις των τριών γυναικών και ταξιδεύει στο χρόνο, άλλοτε με τρόπο λυρικό και άλλοτε με τρόπο πραγματιστικό. Παρουσιάζει τη διπλή όψη της Ελλάδας: στην αιμάτινη εποχή της αρχαίας τραγωδίας , για να φτάσει στην εξέλιξη του πολιτισμού σε όλες τις εκφάνσεις. Κείμενο που φέρει έντονα το στοιχείο του συμβολισμού και των κρυμμένων νοημάτων.

Η Εβελίνα Αραπίδου ερμηνεύει και τις τρεις γυναίκες με τρόπο εξαιρετικό. Στη Μήδεια παίζει αφαιρετικά, σχεδόν λιτά. Δίνει ένταση στην ηρωίδα με το έντονο βλέμμα της και τον τόνο της φωνής της. Τη Μαρία Κάλλας την υποδύεται με μια θλιμμένη ευθραυστότητα της πληγωμένης- ερωτευμένης γυναίκας. Τη Μελίνα Μερκούρη την προσεγγίζει με υπερηφάνεια και χαρά μικρού παιδιού. Είναι μια αξιοθαύμαστη θεατρική παρουσία που αξίζει να παρακολουθήσει κανείς. Η υποκριτική της είναι άρτια και αυτό λαμβάνεται από το θεατή ο οποίος παρακολουθεί συγκεντρωμένα την εξέλιξη της πλοκής.

Τη σκηνοθεσία επιμελήθηκε η Τατιάνα Λύγαρη. Ο σκηνικός τρόπος προσέγγισης, σου δημιουργεί την εντύπωση ότι οι ηρωίδες ζουν και δρουν ακριβώς δίπλα σου. Τις αισθάνεσαι σαν κομμάτια του εαυτού σου, σαν φίλες, γνωστές, συγγένισσες. Θα μπορούσαν να είναι μια οποιαδήποτε γυναίκα της διπλανής πόρτας. Η τοποθέτηση του μονολόγου σκηνοθετικά ήταν ένα μεγάλο στοίχημα που επετεύχθη. Ο συνδυασμός του με τις τρεις θεατρικές φιγούρες απέδωσε ένα όμορφο αποτέλεσμα.

Πληροφορίες για την παράσταση θα βρείτε εδώ.