Ε.Α: Τι σας κέντρισε ώστε να ασχοληθείτε με την Emily Dickinson;
Α.Κ: Η Χριστίνα. Η Χριστίνα Τασκασαπίδου που παίζει εδώ, σε σχέση με την ποιήτρια, το κείμενο και τη Χριστίνα, εγώ είδα το όραμα αυτής της παράστασης. Δηλαδή, της ταιριάζει τόσο πολύ όταν διάβασε το κείμενο. Τη γνώριζα από πριν. Το είδα πάνω της, μέσα της, στην ύπαρξη της και λέω ότι αυτό πρέπει να το κάνει η Χριστίνα και έτσι με πολλή χαρά έκατσα να σκεφτώ πως θα δουλέψω αυτή τη σκηνοθεσία.
Ε.Α: Η σκηνοθεσία αυτή έχει ως κέντρο την εσωτερικότητα;
Α.Κ: Εσωτερικότητα έχει σίγουρα. Δεν μπορεί να υπάρξει ήρωας χωρίς εσωτερικότητα. Τώρα, το ποια είναι η εσωτερικότητα της δικιάς μας ηρωίδας, έχει σίγουρα πολλά στοιχεία της Χριστίνας. Υπάρχει και ένα βασικό στοιχείο της προσωπικότητας τους που είναι κοινό: είναι και οι δύο σαν ψυχισμός, θαλερός.
Ε.Α: Η Dickinson είναι δύσκολη προσωπικότητα;
Α.Κ: Δεν την ξέρω, δεν την γνώρισα (γέλια).
Ε.Α: Πως την αντιλαμβάνεστε;
Α.Κ: Όχι δύσκολη. Εγώ την αντιλαμβάνομαι ως μια πολύ προχωρημένη τύπισσα, η οποία δεν γούσταρε καθόλου όλο αυτό που συνέβαινε στην εποχή της και που ήδη είχε καταλάβει τι θα γίνει στο μέλλον, όσον αφορά το λόγο, όσον αφορά τις στάσεις και δεν ήταν εύπιστη. Ήταν ένας δύσπιστος χαρακτήρας γιατί νομίζω ούτως ή άλλως είχαν βουλιάξει πολλά πράγματα που θεωρούνταν καθεστώς τότε. Άρα ήταν ένας άνθρωπος που έβλεπε πολύ μπροστά, ήταν πολύ προχωρημένη. Και αυτό το βλέπουμε και από τον τρόπο που αντιμετώπιζε τη θρησκεία αλλά και τον τρόπο που αντιμετώπιζε τη σεξουαλικότητα της, γενικά την ερωτική της ζωή.
Ε.Α: Η Emily Dickinson έχει επιλέξει συνειδητά να ζει μόνη της μακριά από τον κόσμο, μη έχοντας καμία συναναστροφή;
Α.Κ: Κοίταξε, σύμφωνα απ΄τα γραπτά της, μιλάμε για την ίδια την ποιήτρια, όχι για την ηρωίδα που εμείς παρουσιάζουμε επί σκηνής, έτσι;
Ε.Α: Ρωτάω και για τα δύο.
Α.Κ: Ωραία. Την ίδια απ’ότι φαίνεται συνειδητά το έχει επιλέξει αλλά αυτό δεν είναι κάτι που εμείς μπορούμε να το ξέρουμε σίγουρα. Γιατί ok μπορεί αυτό να έχει επιτρέψει η ίδια να βγει προς τα έξω, σύμφωνα με τις επιστολές της και τον τρόπο ζωής της.
Ε.Α: Μέσω αυτής της ηρωίδας, θέλετε να δείξετε το πόσο έχει κλειστεί στο δικό της κόσμο όπου είναι η ποίηση στη συγκεκριμένη περίπτωση;
Α.Κ: Ναι. Νομίζω πολύ σωστά το λες.
Α.Κ: Υπάρχουν πράγματα που τα έχεις και υπάρχουν πράγματα που σε χαρακτηρίζουν. Όλους μας, καθώς μεγαλώνουμε και υπάρχουμε στον κόσμο. Οπότε, σίγουρα η Emily και εγώ έχουμε κάποια πράγματα και κάποια μας χαρακτηρίζουν ιδιαίτερα. Νομίζω ότι την Emily τη χαρακτήριζε η μοναχικότητα. Βέβαια, δεν ήταν μόνο μια μοναχική γυναίκα ή μόνο μια ποιήτρια αλλά εμείς στην παράσταση μένουμε και τονίζουμε τα στοιχεία που τη χαρακτηρίζουν για μας. Για αυτό δεν υπάρχει κανένα άλλο πρόσωπο στην παράσταση, όλα είναι νοητά.
Ε.Α: Πως φανταστήκατε την ηρωίδα επί σκηνής; Πως τη δημιουργήσατε σε αυτό που εμείς βλέπουμε;
Α.Κ: Τα κείμενα του Δημήτρη Ζαχαράτου ήταν η αρχή για να ξεκινήσει να ζει αυτή η ηρωίδα της παράστασης μας. Στη συνέχεια, ήταν πολύ καθοριστικό ότι αυτό θα ερμήνευε σκηνικά η Χριστίνα. Όλα αυτά δημιουργούν την ηρωίδα: η μουσική της Λουίζας, τα φώτα του Αλέξανδρου. Όλα αυτά, ολοκληρώνουν σιγά-σιγά την ηρωίδα που λεμε εμείς σήμερα: «Μόνος Κόσμος, Emily Dickinson». Είναι στοιχεία μιας παρέας ανθρώπων αλλά σίγουρα όλα ξεκινούν από την πραγματική και το επόμενο σημερινό βήμα είναι η επιλογή που έκανε ο Δημήτρης στα κείμενα, στα ποιήματα, στις επιστολές. Όλα αυτά έφτιαξαν ένα καινούριο έργο. Ένα έργο που έχει κομμάτια της ζωής της που εμείς έχουμε επιλέξει να τονίσουμε.
Ε.Α: Η προαναφερθείσα σκηνική δημιουργία εντάσσεται στο είδος του devised theatre;
Α.Κ: Όχι δεν μπορεί να καταχωρηθεί στο devise. Ενώ στη διαδικασία της σκηνοθεσίας έχουμε κάνει ένα μικρό κομμάτι με αυτοσχεδιασμούς, το θέατρο της επινόησης είναι πολύ μακριά από αυτό που κάνουμε τώρα. Είναι περισσότερο βασισμένο πάνω σε κλασσικό τρόπο δημιουργίας θεάτρου και όχι στο devise. Για αυτό και δεν θα δείτε πολλά σκαμπανεβάσματα χωρίς δικαιολογία, συνηθίζεται τελευταία στις παραστάσεις, το σύγχρονο θέατρο έχει αρχίσει να μπερδεύει λίγο τα πράγματα. Βλέπουμε συχνά παραστάσεις που δεν έχουν κανένα λόγο που γίνονται, οι διαδικασίες, τα ευρήματα και πολλές φορές και ο τρόπος που αντιμετωπίζουν ένα έργο, δεν το καταλαβαίνει κανείς, ούτε καν σαν αίσθηση. Και αυτή την εκφορά δεν καταλαβαίνω γιατί τη βάζουν στα έργα.
Ε.Α: Μπορείτε να γίνετε πιο συγκεκριμένος όσον αφορά την εκφορά του λόγου;
Α.Κ: Παρατηρώ τελευταία ότι υπάρχει ένας συγκεκριμένος ρυθμός- τέμπο στην εκφορά του λόγου που γίνεται κατ’επανάληψη σε πολλές παραστάσεις χωρίς να υπάρχει λόγος.