Alexandrov Ensemble Έρχονται στην Ελλάδα!
7 Νοεμβρίου 2017Επίσημη πρεμιέρα για «Το αγόρι με τη βαλίτσα»
8 Νοεμβρίου 2017
Γράφει η θεατρολόγος Ελένη Αναγνωστοπούλου
Ο Κοριολανός είναι θύμα των πολιτικών συμφερόντων ή είναι απλώς θύμα του χαρακτήρα του; «Κοριολανός» στο θέατρο Σημείο.
Λαμπρή πρεμιέρα σήμερα, 6/11/2017 για την παράσταση Κοριολανός που έλαβε χώρα στο θέατρο Σημείο. Με κατάμεστο θέατρο και θερμό χειροκρότημα, επικροτήσαμε εμείς οι θεατές αυτή την αξιόλογη προσπάθεια των ερμηνευτών. Πριν υπεισέλθω σε οποιαδήποτε ανάλυση, δεν μπορώ να μην παραθέσω μερικά πραγματολογικά στοιχεία που αφορούν την πλοκή του έργου. Ο Σαίξπηρ γράφει την τραγωδία «Κοριολανός» το έτος 1606-1607, ωστόσο τα μηνύματα που αφήνει ως κείμενο, είναι χαρακτηριστικά επίκαιρα. Πρώτα απ’όλα είναι σημαντικό να ειπωθεί ότι η συνωμοσία είναι καλά στημένη υπό το πρίσμα της πολιτικής ακεραιότητας που επιδιώκουν οι Ρωμαίοι Συγκλητικοί. Η δίψα για εξουσία κάνει τους ήρωες να μη βλέπουν πέρα από το μύτη τους και ως αποτέλεσμα, να ενεργούν με βάση το προσωπικό τους συμφέρον.
Μεταφερόμαστε στο Καπιτώλιο και παρακολουθούμε καρέ- καρέ, λεπτό προς λεπτό, τις λήψεις αποφάσεων, τις πολιτικές σκοπιμότητες, τις συγκρούσεις χαρακτήρων. Είναι γεγονός ότι την εξουσία πολλοί εμίσησαν και πολλοί επίσης την πόθησαν διακαώς. Ο Αλέξανδρος Διαμαντής αντιμετωπίζει το σαιξπηρικό κείμενο ως μια σύγχρονη πραγματικότητα. Ως σκηνοθέτης, θέλει οι ήρωες του να είναι μαριονέτες αλλά όχι άμοιρες ευθυνών, με σαφή βούληση των ενεργειών τους. Η Μικαέλα Λιακατά φροντίζει να εντείνει το πέπλο μυστηρίου, χρησιμοποιώντας για βασικό σκηνικό, μια μεγάλη επιφάνεια πατώματος. Αυτή η επιφάνεια εξυπηρετεί πότε το Βήμα όπου μιλούν και αντιπαρατίθενται οι Συγκλητικοί και πότε μετατρέπεται σε αρένα πολιτικής μονομαχίας. Η Βασιλική Σύρμα ντύνει τους χαρακτήρες με σκοτεινά χρώματα ούτως ώστε να κάνει περισσότερο έκδηλη τη δίψα τους για κυριαρχία και επικράτηση. Η Άννα Σμπώκου κάνει εξαιρετική δουλειά στα φώτα. Σχεδόν χρησιμοποιεί το ημίφως, εντείνοντας έτσι το κλίμα της αναταραχής.
Ο Ιωάννης Παπαζήσης ενσαρκώνει αβίαστα τον οργισμένο- επηρμένο Κοριολανό. Έχει σχετική άνεση στις κινήσεις του επί σκηνής. Δεν χάνει το μέτρο, απουσιάζει η υπερβολή. Η Παρθενόπη Μπουζούρη εντυπωσιάζει στο ρόλο της δυναμικής Βολούμνια. Σταθερή και έντονα εκφραστική, είναι ο τύπος της ηρωίδας που κινεί τα νήματα στην ιστορία. Ο Στάθης Μαντζώρος ενσαρκώνει τον μετριοπαθή Μενένιο. Η Ορόρα Μαριόν υποδύεται τη Βιργιλία, τη γυναίκα του Κοριολανού. Εκείνη είναι το alter ego της Βολούμνια. Δεν είναι διεκδικητική, είναι η φωνή της λογικής. Η Άρτεμις Γρύμπλα έκανε καίριες παρεμβάσεις στο έργο, υποδυόμενη το ρόλο του στρατηγού Κομίνιου. Ο Νικόλας Μίχας είναι εξίσου δυνατός στο ρόλο του δημαγωγού δημάρχου. Ετοιμόλογος και ευφραδής, εντυπωσιάζει ως μια αξιοπρόσεκτη παρουσία επί σκηνής.
Σύσσωμος ο θίασος έδωσε τον καλύτερο του εαυτό. Καθένα από τα μέλη του θιάσου έβαλε από ένα λιθαράκι. Το αποτέλεσμα: Μια δυνατή παράσταση που κόβει την ανάσα, γεμάτη ανατροπές. Ας μου επιτραπεί να κάνω ένα προσωπικό σχόλιο: Την κατατάσσω στις παραστάσεις που αξίζουν να μαγνητοσκοπηθούν και να μείνουν παρακαταθήκη στο πέρασμα των ετών διότι αφ’ενός πρόκειται για άρτια θεατρική δουλειά και αφ’ετέρου εξαιτίας των καταστάσεων που περιγράφει, προκαλεί έντονα συναισθήματα απελπισίας, δίψας για εκδίκηση, αρχομανίας, έπαρσης και δολοπλοκίας. Αυτά τα συναισθήματα είναι ταυτισμένα με τον πολύπαθο λαό που αποτελεί θύμα της εκάστοτε εξουσίας και των εκάστοτε πολιτικών χειρισμών. Υπάρχει μια σημαντική διαφορά: σε αυτή την παράσταση, καταλαβαίνει κανείς ότι πιθανώς δεν κυριαρχεί η αφύπνιση όπως εύλογα θα περιμέναμε, αλλά βλέπουμε μια ζωώδη κατάσταση των ανθρώπων που υποκινούνται με βάση τα κατώτερα ένστικτα τους, μυρίζουν αίμα και σκοτώνουν με στόχο να επικρατήσουν. «Με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί» λέει ο Μάνος Χατζιδάκις στον Κεμάλ. Ίσως αυτό το έργο τελικά χαρακτηρίζεται επίκαιρο γιατί προσπαθεί να δείξει ότι χρειάζεται να αλλάξουμε πρώτα εμείς τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τα πράγματα, έχοντας ως οδηγό την παιδεία. Φαίνεται πως είναι ο μόνος τρόπος να αποτινάξουμε την υπόσταση του όχλου.