Γράφει η θεατρολόγος Ελένη Αναγνωστοπούλου
Λογική και συναίσθημα. Ευαισθησία και ακαμψία. Αδιαλλαξία και κτητικότητα: Δυνατά πάθη που κυριαρχούν στο έργο του Αυγούστου Στρίντμπεργκ. «Δεσποινίς Τζούλια» στο θέατρο Από μηχανής.
Η δεσποινίς Τζούλια είναι ένα από τα πασίγνωστα έργα του Σουηδού δραματουργού, Αυγούστου Στρίντμπεργκ. Το θεατρικό κείμενο, γράφτηκε το 1888 και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1904. Σε αυτό το έργο βλέπουμε ότι οι πράξεις έχουν καταργηθεί και ως εκ τούτου, η δράση συμπυκνώνει την εξέλιξη της σε μία πράξη, διατηρώντας την ενότητα χώρου και χρόνου. Στη δεσποινίδα Τζούλια παρατηρούμε την πάλη του αρσενικού με το θηλυκό. Πιο συγκεκριμένα, οι νοοτροπίες μπολιάζονται, καλλιεργούνται, εμφυσούνται και παγιώνονται και αυτό έχει άμεσο δραματικό αντίκτυπο στον ψυχισμό και στις ενέργειες των ηρώων. Το έργο μπορεί να χαρακτηριστεί επίκαιρο, υπό την οπτική ότι τόσο τη δεκαετία του 1890 όσο και σήμερα, εν έτει 2017, τα στερεότυπα φέρουν βαριά σκιά έναντι στους ανθρώπους που είναι μέλη μιας κοινωνίας.
Τι σημαίνει το να είσαι άντρας ή το να είσαι γυναίκα; Και τα δύο φύλα είναι εγκλωβισμένα στην παγίδα της κοινωνικής τους ταυτότητας. Πρέπει να συμμορφώνονται σε υποδείξεις και κανόνες, ούτως ώστε να θεωρούνται πως και καλά ενσαρκώνουν το πρότυπο του σωστού, φιλήσυχου και ενάρετου πολίτη. Ο Στρίντμπεργκ με το συγγραφικό του πνεύμα, αποτυπώνει μια ρηξικέλευθη προσωπικότητα: τη δεσποινίδα Τζούλια. Ήταν σίγουρα πρωτοπορία να βρει το θάρρος και το σθένος να αναδείξει τα κακώς κείμενα των ανδρών και των γυναικών σε μια εποχή όπου ο κοινωνικός καθωσπρεπισμός και το φαίνεσθαι, έπαιζαν τεράστιο ρόλο. Δεν μένει όμως μόνο εκεί. Τοποθετεί τις απόψεις του σχετικά με τη θρησκεία. Είναι έργο που αφορά κοινωνικοθρησκευτικές προεκτάσεις αφού εστιάζει και στα υπαρξιακά ερωτήματα που απασχολούν το άτομο διά βίου. Η περηφάνια συνδιαλέγεται και συνυπάρχει με την προκατάληψη. Οι κοινωνικές ανισότητες εγείρουν και εντείνουν άγρια πάθη και άγριες επιθυμίες στα πρόσωπα. Επιθυμείς και ζητάς αυτό που δεν μπορείς να έχεις. Φυσικό επακόλουθο: η καταστροφή. Η Δεσποινίς Τζούλια περιγράφει την καταστροφή τόσο σε υλικό όσο και σε ηθικό επίπεδο. Οι χαρακτήρες εκμεταλλεύονται ο ένας τον άλλον, στήνοντας παγίδες εξουσίας. Ένα καλοκουρδισμένο και καλοστημένο παιχνίδι που ξεχαρβαλώνει συνειδήσεις και αποκαλύπτει ανθρώπινες αδυναμίες.
Αυτό το έργο είναι γραμμένο για να παρουσιάζεται σε εσωτερικό χώρο. Εκεί, βλέπουμε να ξεδιπλώνονται οι μύχιες σκέψεις των ηρώων, τα συναισθήματα τους και τα πιο βαθιά κίνητρα τους. Η παράσταση ζωντανεύει στην πάνω σκηνή του θεάτρου Από μηχανής. Η Ανδρονίκη Αβδελιώτη επιλέγει να σκηνοθετήσει την παράσταση κάνοντας κλασσικό ανέβασμα , κερδίζοντας τις εντυπώσεις. Σε αυτό το σημείο, θεωρώ σημαντικό να πω το εξής: το έργο περιέχει μια άγρια σκηνή όπου αφορά τη δολοφονία του αγαπημένου της κατοικίδιου. Η σκηνή παρουσιάστηκε με σεβασμό. Πιστεύω ότι ήταν μια καλή σκέψη να μην ακολουθηθεί η αναπαράσταση που αφήνει ρεαλιστικές εντυπώσεις στο θεατή. Η σκηνοθέτης ενσαρκώνει παράλληλα και τον ομώνυμο ρόλο. Αυθάδης και εύθραυστη, ευαίσθητη και ταυτόχρονα σπασμένη, φωτογραφίζει εύγλωττα το πορτραίτο μιας νέας κοπέλας που προέρχεται από την ανώτερη κοινωνική τάξη. Προσπαθεί να συναρμολογήσει τα κομμάτια της, ακροβατώντας σε επικίνδυνα μονοπάτια που την ωθούν στην ψυχολογική κατάρρευση και την πλήρη καταστροφή. Για να γνωρίσεις τον εαυτό σου πρέπει να κάνεις λάθη, μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση αποβαίνουν μοιραία. Στο ρόλο του Ζαν, εντυπωσίασε ο Λάζαρος Βαρτάνης. Στιβαρός, δυναμικός και με καθαρή εκφορά του λόγου, παρουσίασε έναν φιλόδοξο άνδρα που κάνει τα πάντα για να επιτύχει αυτό που θέλει. Η Ελεάννα Παναγουλέα συμπληρώνει το δραματικό τρίγωνο. Κάνει καίριες παρεμβάσεις στην υπόθεση. Παρούσα αλλά ταυτόχρονα και απούσα, βάζει το θεατή σε διαδικασία να αναρωτηθεί για την έκβαση των πραγμάτων. Κατά πόσο είναι στο χέρι της Κριστίν να επηρεάσει την εξέλιξη της δράσης; Η Κριστίν αποτελεί το ενδιάμεσο πρόσωπο, το συνδετικό κρίκο που κρατάει έστω και άτυπα την ισορροπία στο τεταμένο κλίμα. Ο Νικόλαος Μαρμαροτούρης επιμελείται τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης. Είναι και τα δύο πολύ όμορφα σχεδιασμένα, μας παραπέμπουν στο πνεύμα της εποχής. Η Σίσσυ Βλαχογιάννη γράφει αριστοτεχνική μουσική. Μας ταξιδεύει στη νοσταλγία και την ανεμελιά του παρελθόντος. Αναντίρρητα, μας κρατάει σε επιφυλακή με την κλιμάκωση της μουσικής σε θλιμμένους τόνους.